ηγουμενικός

ηγουμενικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηγούμενο (ή την ηγουμένη) μοναστηριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηγουμενικός — ή, ό (Μ ηγουμενικός, ή, όν) [ηγούμενος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγούμενο ή στην ηγουμένη. επίρρ... ηγουμενικώς και ηγουμενικά με τρόπο ηγουμένου, με ηγουμενικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱՋՆՈՐԴԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0291 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. ἠγουμενικός principalis, τὸ ἠγεμονικόν princeps Սեպհական առաջնորդաց եւ առաջնորդութեան. *Առաջնորդական հանդէս, կամ պսակ, կամ իր եւ կոչումն. Յհ. կթ.: Նար.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”